- αἰχμοφόροι
- αἰχμοφόροςspearmanmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DORYPHORI — Persicae militiae genus. Curt. l. 3. c. 3. ubi de Darii exercitu, Doryphori vocabantur, proximum his (Cognatis Regiis sic dictis) agmen, soliti vestem excipere regalem, hi currum Regis anteibant; quo ipse eminens vehebatur. Ex Graeco Δορυφόροι,… … Hofmann J. Lexicon universale
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek